- σύγκοινος
- -ον, Ακοινός.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + κοινός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σύγκοινον — σύγκοινος masc/fem acc sg σύγκοινος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοινός — ή, ό (AM κοινός, ή, όν, Α αττ. ποιητ. τ. κοινός, όν) 1. αυτός που ανήκει σε πολλούς μαζί, που κατέχεται όμοια από πολλούς ή που χρησιμοποιείται από πολλούς, δημόσιος (α. «κοινή είσοδος» β. «τὸν ἥλιον τὸν κοινὸν ἡμῑν», Μεν.) 2. αυτός που… … Dictionary of Greek